Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Το Κάστρο της Νέας Περάμου κατα τον 20ο αιώνα


ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΉΣ
Στα τέλη του 14ου αι. οι Οθωμανοί είχαν ήδη εδραιώσει την παρουσία τους στη Μακεδονία (1).
Η περιοχή του Παγγαίου καταλαμβάνεται το 1383 και το κάστρο της Αλεκτρυόπολης / Αλεκτορόπολης (10ος και 11ος αι.), Ανακτορό(υ)πολης (13ος και 14ος αι.) ή Ελευθερό(υ)πολης (13ος ως 15ος αι.) (2) παρακμάζει. Η επισκοπή Ελευθερουπόλεως μαρτυρείται μέχρι και τα μέσα του 15ου αι. ως μοναδική επισκοπή υποκείμενη στη Μητρόπολη των Φιλίππων. Εικάζεται ότι ο οικισμός
είχε μεταφερθεί, ίσως, κοντά στο σημερινό χωριό Ελευθερές στους πρόποδες του Συμβόλου όρους.


1 Ευχαριστούμε θερμά την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας-Θάσου και
την προϊσταμένη Σταυρούλα Δαδάκη,τον Ερευνητή του Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών Γιώργο Κουτζακιώτη, τον πρόεδρο της Ν. Περάμου Μάκη Ζουμπλιό και τον Παρθένη Τσίγκα, κάτοικο της Ν. Περάμου, για τις πολύτιμες αναμνήσεις που μοιράστηκε με εμάς.
2 Για τις ονομασίες του κάστρου βλ.Κακούρης Ι., «Ανακτορούπολη. Ιστορικές πληροφορίες και αρχαιολογικά δεδομένα», στο: Η Καβάλα και η περιοχή της, Α΄ Τοπικό Συμπόσιο (Καβάλα 18-20 Απριλίου 1977), Θεσσαλονίκη, 1980,260-2 και Ζήκος Ν., «Ανακτορούπολη.
Καινούργιες ιστορικές πληροφορίες και ρχαιολογικά δεδομένα», στο: Η Καβάλα και τα Βαλκάνια από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Η Καβάλα και το Αιγαίο, Πρακτικά του Β′ Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών (13-18 Σεπτεμβρίου 2005) τ. Γ΄,Καβάλα, 2009, 19-21.


Το Τσιφλίκι του Κάστρου (Kale Çiftlik) αναφέρεται από σύγχρονες πηγές ως ένας μικρός οικισμός στην περιοχή του κάστρου, ο οποίος αριθμούσε διακόσιους κατοίκους πριν από την έναρξη της πρώτης βουλγαρικής κατοχής. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918) στάλθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία βουλγαρικά στρατεύματα (3) τα οποία παρέμειναν στην περιοχή από τον Αύγουστο του 1916 ως τον Σεπτέμβριο του 1918, προξενώντας δεινά που έφτασαν τα όρια της γενοκτονίας (4). Το Καλέ Τσιφλίκ (5) και η Νέα Μήδεια (6) εκκενώθηκαν και λεηλατήθηκαν (7). Την άνοιξη του 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, άρχισε η εγκατάσταση προσφύγων στην εγκαταλελειμμένη Νέα Μήδεια από την Πέραμο της Κυζικηνής Χερσονήσου Προποντίδας. Το κάστρο φαίνεται ότι φιλοξένησε έναν αριθμό των νέων κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι ίδρυσαν καταλύματα. Στις αρχές του 1928 ο συνοικισμός αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Ν. Περάμου. Ο Γεώργιος Τσίγκας, πιθανότατα μέσα στη δεκαετία του 1930, χρησιμοποίησε την έκταση που καταλαμβάνει το κάστρο το οποίο παρέμεινε στην κατοχή του ως το 1970 (8). Το 1982 ολοκληρώθηκε η απαλλοτρίωση με απόφαση νομάρχη.

3 Η περιφέρεια της Ελευθερούπολης καταλήφθηκε από τη 10η μεραρχία (μεραρχία της
Belamasia, «Αιγαίο πέλαγος»). Επίσης, η 58η τουρκική μεραρχία κατέλαβε την περιοχή
από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917: Ρουδομέτωφ, Ν. (επιμ.), «Τετράδια
της βουλγαρικής κατοχής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 1916-18, Αναφορές και
ανακρίσεις της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων που διεπράχθησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα στην Ανατολική Μα-
κεδονία κατά την κατοχή των περιοχών αυτών διαρκούντος του Α′ Παγκόσμιου Πολέμου
και κατά τα έτη 1916-1918», Ελευθερούπολη, Χρυσούπολη και Οικισμοί, Ιστορικό και
Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, Καβάλα, 2008, 256.
4 Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή έζησε και δεύτερη κατοχή από τους Βουλ-
γάρους, από τον Απρίλιο του 1941 ως τα τέλη του 1944. Βλ. ενδεικτικά: Κοτζαγεώργη-Ζυ-
μάρη Ξ., Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944,
Θεσσαλονίκη, 2002.
5 Η απογραφή μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων απέδωσε 17 κατοίκους: Ρουδομέτωφ,
ό.π., σημ. 3, 325.
6 Η ελληνική κυβέρνηση ίδρυσε τον οικισμό το 1914 στον κόλπο των Ελευθερών για τους
Έλληνες που εξορίστηκαν ή εγκατέλειψαν εθελοντικά τη Μήδεια στη Μαύρη Θάλασσα.
Είχε σύνολο 300 σπίτια και 1500 κατοίκους: Ρουδομέτωφ, Ν. (επιμ.), Τετράδια της βουλ-
γαρικής κατοχής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 1916-18, Αναφορές και ανα-
κρίσεις της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων που διεπράχθησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα στην Ανατολική
Μακεδονία κατά την κατοχή των περιοχών αυτών διαρκούντος του Α′ Παγκόσμιου
Πολέμου και κατά τα έτη 1916-1918, Η πόλη και η ύπαιθρος της Δράμας, Ιστορικό και
Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, Καβάλα, 2008, 27, 65-6 και 80. Επίσης, Ρουδομέτωφ, ό.π.,
σημ. 3, 26, 79, 259, 268, 324-5, 328-330.
7 Παρόμοιες πρακτικές εφαρμόστηκαν στις πόλεις της Καβάλας και της Δράμας, καθώς
και σε όλες τις γύρω περιοχές: Ρουδομέτωφ, ό.π., σημ. 3 και σημ. 6. Βλ. επίσης: Κουτζακιώ-
της, Γ. Η Καβάλα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι μαρτυρίες των προξενικών
εκθέσεων του Κωνσταντίνου Π. Βουλγαρίδη, Καβάλα, 2013

 8 Σύμφωνα με τα αρχεία της Τοπογραφικής Υπηρεσίας, το υπ’ αριθμόν 942 αγροτεμάχιο
(Διανομής Αγροκτήματος Νέας Περάμου 1931) ανήκε στο ελληνικό δημόσιο. Το συμβό-
λαιο υπ’ αριθμό 8184/1967 παρουσίαζε τον Γ. Τσίγκα ιδιοκτήτη δύο εκτάσεων, με συνολι-
κή επιφάνεια 13.939τ.μ. Τελικά, ο ιδιοκτήτης αποζημιώθηκε για έκταση 1.955,90τ.μ. (ΝΔ
γωνία κάστρου) με την υπ’ αριθμό 167492/6-5-1982 (ΦΕΚ 255Δ/31-5-1982) απόφαση
απαλλοτρίωσης του νομάρχη.





 ΠΡΌΣΦΑΤΗ ΈΡΕΥΝΑ
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2011-2015 πραγματοποιήθηκε από την ΕΦΑ Καβάλας-Θάσου το έργο «Στερέωση-Αποκατάσταση Οχύρωσης Ανακτορούπολης» [Εικ. 1]. Το έργο περιελάμβανε, εκτός από την αναστύλωση του τείχους, εκτεταμένες αποψιλώσεις, καθαρισμούς και αποχωματώσεις, καθώς και ανασκαφικές έρευνες. Στο εσωτερικό του κάστρου εμφανίστηκαν εκτεταμένες λασπόκτιστες κτιριακές εγκαταστάσεις, η χρήση των οποίων ανάγεται από τη μεταβυζαντινή εποχή (Τουρκοκρατία) ως και τον 20ό αι. Συνολικά,
εμφανίστηκαν δεκαπέντε κτίρια [Εικ. 2, Κ1-Κ15], κάποια από τα οποία ήταν εν μέρει επιφανειακά ορατά από πριν. Τα κτίρια χαρακτηρίζονται από λιτό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και στοιχειώδη εσωτερική διάρθρωση. Αποτελούνται από έναν ή περισσότερους χώρους, ορθογώνιας και τετράγωνης κάτοψης, με σαφείς μεσότοιχους και θυραία ανοίγματα. Είναι κατασκευασμένα από το οικοδομικό υλικό της οχύρωσης: από λίθους, μικρά τμήματα πλίνθων,
ενίοτε και κεραμιδιών, καθώς και λάσπη (9) για συνδετικό υλικό. Συχνά εντοιχίζονται και spolia, παλαιότερα υλικά, κυρίως μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη.
Οι τοίχοι κάποιων κτιρίων επιχρίονται με ασβεστοκονίαμα, εσωτερικά και εξωτερικά, το οποίο κατά περιπτώσεις καλύπτει και τους αρμούς της τοιχοποιίας. Τα κτίρια Κ10, Κ11, Κ12, Κ13, Κ14 και Κ15 χρησιμοποιούν τμήματα της οχύρωσης ως ραχιαίους τοίχους.


9 Ως λάσπη αναφέρεται το συνδετικό υλικό που παρασκευάζεται με βάση το αργυλόχω-
μα και την προσθήκη ενίοτε και άλλων υλικών για ενίσχυση, όπως άχυρο.




ΤΑ ΚΤΊΡΙΑ ΤΟΥ ΚΆΣΤΡΟΥ [Εικ. 2]

Κτίριο 1. 
Βρίσκεται στο μέσον περίπου του ΜΠ1-2 σε απόσταση 4,50μ. από το τείχος. Πρόκειται για ένα επίμηκες, στον άξονα Β-Ν, ορθογώνιο κτίριο, με εξωτερικές διαστάσεις 19,65 × 12,35 (10) και εσωτερικές 17,95 × 10,65μ., που χωρίζεται με μεσότοιχο σε δυο επιμέρους χώρους. Ο δυτικός χώρος (18 ×4,90μ.) διατηρεί στον βόρειο τοίχο του θυραίο άνοιγμα, πλάτους 1,20μ. Στο ΒΑ τμήμα του χώρου εντοπίστηκε τμήμα πλακόστρωσης δαπέδου με λίθινες πλάκες δίπλα στο λίθινο κατώφλι της εισόδου, ενώ στο νότιο τμήμα του εντοπίστηκε ο φυσικός, εύθρυπτος βράχος. Ο ανατολικός χώρος του Κ1 βρίσκεται κάτω από τον χωματόδρομο που επιτρέπει σήμερα την είσοδο στο κάστρο
από νότο. Στον βόρειο τοίχο υπάρχει αντίστοιχο θυραίο άνοιγμα κλεισμένο με λασπότοιχο. Στο νότιο τμήμα του δημιουργείται ένας μικρός χώρος.

10 Οι διαστάσεις που σημειώνονται αναφέρονται πρώτα στον άξονα Β-Ν και έπειτα στον
άξονα Α-Δ



Κοντά  στην εσωτερική ΝΑ γωνία εντοπίστηκε τμήμα μαρμάρινης σαρκοφάγου με διακόσμηση ανάγλυφων ταινιών στις παρυφές της (ΚΑ2.11.Λ72). Πιθανότατα εντοιχίστηκε στη θέση που βρέθηκε και, ίσως, χρησιμοποιήθηκε ως γούρνα ή χώρος αποθήκευσης. Οι τοίχοι του κτιρίου έχουν πάχος 0,82-0,88μ. Είναι επιχρισμένοι με έντονο επίχρισμα ασβεστοκονιάματος και σώζονται σε ανώτερο
ύψος 1,05μ. Κατά την αποκάλυψη του κτιρίου ανακαλύφθηκε στρώμα σύγχρονων κεραμιδιών «Έλεφας Χίου», προδίδοντας τη χρήση και, πιθανότατα,την ίδρυση του κτιρίου στον 20ό αι. (11)

 11 Το εργοστάσιο «Κεραμεία Χίου Έλεφας» λειτούργησε από το 1926 μέχρι το 1988:
Μανέλη, Σ. Βιομηχανικά κτίρια του 19ου-αρχές 20ού αι., αδημ. πτυχιακή εργασία ΑΤΕΙ
Πειραιά, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, Αθήνα, 2007, 17.


Κτίριο 2.

 Εντοπίζεται στο νότιο τμήμα του κάστρου, σε απόσταση περίπου 25μ. βορείως του ΜΠ1-2. Πρόκειται για ένα επίμηκες, στον άξονα ΒΑ-ΝΔ, κτίριο, με διαστάσεις 5,35 × 17,30μ. εξωτερικά και 4,15 × 16,15μ. εσωτερικά. Στη νότια πλευρά του υπήρχε κλίμακα καθόδου με λίγες βαθμίδες, ενώ το δάπεδό οπου έφερε τσιμεντένιο επίχρισμα. Στον νότιο τοίχο (ανώτερο σωζόμενο ύψος 0,80μ.) παρατηρείται κατασκευή που ορίζεται από δυο λιθόπλινθους, ίσως εστία θέρμανσης. Το κτίριο πιθανώς ήταν διώροφο. Το πάχος των τοίχων είναι 0,50μ. Σε απόσταση 5,65μ. προς τα ανατολικά αποκαλύφθηκε τοίχος πάχους 1,05μ., με αποκαλυφθέν μήκος 10,50μ. και κατεύθυνση Β-Ν, που φαίνεται πως ξεκινούσε από το Κ1 και κατέληγε στο Κ6. Περίπου στη μέση δημιουργείται
θυραίο άνοιγμα. Μια οικοδομική φάση, αν όχι και η ίδρυση του κτιρίου, ανάγεται στην περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.




Κτίριο 3 [Εικ. 3]. 

Εντοπίζεται στη ΝΔ γωνία κάστρου, σε απόσταση 5μ.βορείως του ΜΠ2-3. Αποτελείται από δυο πτέρυγες, με εξωτερικές διαστάσεις 16,25 × 5,50μ. η καθεμιά, οι οποίες βρίσκονται σε κάθετη σχέση μεταξύ τους σχηματίζοντας κάτοψη «γάμα». Κάθε πτέρυγα περιλαμβάνει τρεις χώρους οι οποίοι έχουν τις ίδιες εσωτερικές διαστάσεις 4,10-4,40 ×4,30-4,55μ. Οι πτέρυγες ορίζουν από τα νότια και ανατολικά μια ανοιχτή αυλή η οποία μάλλον έκλεινε στα δυτικά της με μαντρότοιχο ή το βυζαντινό τείχος. Κάθε χώρος διαθέτει μια κλίμακα που οδηγεί στο επίπεδο
της αυλής. Οι κλίμακες είναι τοποθετημένες στη ΒΑ γωνία των χώρων της νότιας πτέρυγας και στη ΝΔ γωνία των χώρων της ανατολικής πτέρυγας
ακριβώς μπροστά από τα αντίστοιχα θυραία ανοίγματα. Είναι κατασκευασμένες από λίθους και λάσπη και φέρουν επίχρισμα τσιμέντου, όπως καιόλα τα δάπεδα των χώρων.
Ξεχωριστή εσωτερική διαρρύθμιση έχει ο ανατολικότερος χώρος της νότιας πτέρυγας: στον ανατολικό τοίχο διαμορφώνεται τζάκι και τετράγωνο ερμάριο. Στην είσοδο του χώρου σώζεται απόσπασμα επιγραφής στα βουλγάρικα, που πιθανότατα απέδιδε τη στρατιωτική μονάδα που κατασκεύασε τα ενδιαιτήματα (12). Στη ΒΑ γωνία του βορειότερου χώρου της ανατολικής πτέρυγας εντοπίστηκε κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα, πιθανόν βάση λέβητα.
Τον βόρειο τοίχο του χώρου διαπερνά πήλινος σωλήνας αποχέτευσης. Θυραία
ανοίγματα μεταξύ των δύο εκ των τριών χώρων και στις δύο πτέρυγες κλείστηκαν, μεταγενέστερα, με λασπότοιχους.
Η τοιχοδομία αποτελείται –όπως και στα υπόλοιπα κτίρια– από λιθοδομή και λάσπη για συνδετικό υλικό, ενώ ενισχύεται με οριζόντιες ξυλοδεσιές.
 
Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,60-0,75μ., ενώ το μέγιστο ύψος τους φτάνει τα 2,30μ. στη συμβολή των πτερύγων. Ίχνη ασβεστοκονιάματος στα μέτωπα των τοίχων υποδεικνύουν ότι ήταν επιχρισμένοι, τουλάχιστον στο εσωτερικό τους. Μια οικοδομική φάση, αν όχι και η ίδρυση του κτιρίου, ανάγεται στην περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ θραύσματα κεράμων Τσαλαπάτα Βόλου αποδεικνύουν τη χρήση του κτιρίου και αργότερα μέσα
στον 20ό αι. (13)

 12 Под. № 6404, Б (…): Μονάδα Ν.6404. Στη δυτική πλευρά της κλίμακας του εν λόγω
χώρου, χαραγμένη πάνω στο τσιμεντοκονίαμα, ανακαλύφθηκε η επιγραφή του ονόματος
Кирилъ Янковъ (Κύριλλος Γιάνκωφ).

 13 Το εργοστάσιο Τσαλαπάτα λειτούργησε από το 1926 ως το 1978. Σήμερα λειτουργεί
ως μουσείο πλινθοκεραμοποιίας, http://srv1-vivl-volou.mag.sch.gr/node/4980.



Κτίριο 4.
 Βρίσκεται εσωτερικά και επάνω στο κατεστραμμένο νότιο τμήμα του ΜΠ4-5. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 12,65 × 8μ. και εσωτερικές 10,80× 5,70μ. Στην ανατολική του πλευρά αποκαλύφθηκε κλίμακα κατασκευασμένη από μεγάλους πελεκημένους λίθους και μία μαρμάρινη λιθόπλινθο.
Εσωτερικά, σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς του κτιρίου και σε πλάτος 1,50μ., αποκαλύφθηκε στρώση αργών λίθων πακτωμένων στο χώμα, εν είδει δαπέδου. Το δάπεδο ορίζεται στα ανατολικά από τρεις κυβικές λίθινες βάσεις με αβαθείς τόρμους τοποθετημένες ανά 3μ. περίπου, οι οποίες αποτελούσαν βάσεις υποστυλωμάτων για τη στήριξη της στέγης. Εξωτερικά της ΝΑ γωνίας του κτιρίου εντοπίστηκε κυλινδρική θεμελίωση από αργούς λίθους και τσιμέντο, που εξυπηρετούσε στην πάκτωση μεγάλου στύλου (ιστός σημαίας). Στην τοιχοποιία παρατηρούνται οριζόντιες ξυλοδεσιές. Εξωτερικά και εσωτερικά οι τοίχοι επιχρίονται με ασβεστοκονίαμα. Οι αρμοί τονίζονται με μυστρίσματα, τουλάχιστον εξωτερικά. Το πάχος των τοίχων είναι 0,90μ. Το μέγιστο ύψος της τοιχοποιίας φτάνει το 1,50μ. στη ΒΑ γωνία. Το κτίριο χρησιμοποιήθηκε από τους πρόσφυγες της Ν. Περάμου και πιθανώς
ιδρύθηκε κατά την ίδια περίοδο.
Στα νότια του Κ4 εφάπτονται τρεις μικροί ορθογώνιοι λασπόκτιστοι χώροι. Τουλάχιστον οι δύο, με διαστάσεις 1,50 × 0,85μ. και 1,40 × 0,90μ., ήταν αποχωρητήρια. Στο ανατολικό τους τοιχάριο ανοίγονται μικρά παράθυρα εξαερισμού, ενώ στον δυτικό ραχιαίο τοίχο τους, πάχους 0,60μ., ανοίγεται σε χαμηλό επίπεδο ορθογώνιος αγωγός αποχέτευσης. Ο ίδιος τοίχος, με με-ταγενέστερη συμπλήρωση, αποτέλεσε τον ανατολικό τοίχο του Κ5. Γενικώς,οι τοίχοι έχουν πάχος 0,40μ. Τα αποχωρητήρια ιδρύθηκαν σε σχέση με το Κ4,πιθανώς, κατά την έλευση των Ελλήνων προσφύγων.


Κτίριο 5. 
Βρίσκεται εσωτερικά και πάνω στο ΜΠ4-5 και στον Π4. Η κάτοψή του είναι ελαφρώς παράγωνη, καθώς ιδρύθηκε σε σχέση με προγενέστερες τοιχοποιίες. Τα μήκη των τοίχων του είναι εξωτερικά 7,50 (Δ), 12 (Ν), 6,60 (Α) και 10μ. (Β) και εσωτερικά 6,25 (Δ), 10,85 (Ν), 6,05 (Α) και 11,45μ. (Β). Ο δυτικός τοίχος και το μεγαλύτερο τμήμα του βόρειου τοίχου του είχαν υποστεί σημαντική καταστροφή. Στον βόρειο τοίχο παρατηρούμε έναν κάθετο αρμό, που μάλλον επισημαίνει ένα κλεισμένο θυραίο άνοιγμα, όπως αποδεικνύει και το τμήμα κλίμακας που ανακαλύφθηκε εξωτερικά του τοίχου στο ίδιο σημείο. Και στον ανατολικό τοίχο υπάρχει αρμός συμπλήρωσης του νότιου τμήματος του τοίχου.
Το βόρειο τμήμα του αποτελούσε τον ραχιαίο τοίχο των αποχωρητηρίων του Κ4.
Ο αποχετευτικός αγωγός του αποχωρητηρίου βρίσκεται 0,60μ. υψηλότερα από το δάπεδο του χώρου από σχιστολιθικές πλάκες. Εξωτερικά του κτιρίου, στα βόρεια και στα δυτικά, έχουν κατασκευαστεί λασπόκτιστοι αναλημματικοί τοίχοι για τη δημιουργία του ανδήρου, πάνω στο οποίο εδράστηκε το Κ5. Το πάχος των τοίχων του κτιρίου κυμαίνεται από 0,60 (Ν και Α) ως 0,70μ. (Β και Δ). Το
ανώτερο σωζόμενο ύψος τους φτάνει τα 2,30μ. στη ΒΑ γωνία του. Η ίδρυση του κτιρίου συνδέεται με την εγκατάσταση των προσφύγων της Ν. Περάμου.





Κτίριο 6 [Εικ. 4]

Βρίσκεται στο κέντρο του κάστρου. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 8,75 × 26,65μ. και εσωτερικές 7,25 × 24,80μ. Πρόκειται για ένα επίμηκες μονόχωρο κτίριο στον άξονα Α-Δ. Η είσοδος βρισκόταν μάλλον στη ΝΔ του γωνία. Στις τρεις πλευρές του (εκτός της ανατολικής) αναπτύσσεται κτιστόθρανίο. Το δάπεδό του αποτελείται από λίθους πακτωμένους στο χώμα, όπως στο Κ4. Το δάπεδο εφάπτεται στο θρανίο. Κατά μήκος του κτιρίου υπήρχε μια εσωτερική κιονοστοιχία, από την οποία διατηρούνται in situ επτά λίθινες βάσεις με κυκλικούς τόρμους. Υπολογίζουμε ότι τα ξύλινα υποστυλώματα ήταν δέκα. Τα μετακιόνια διαστήματα δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις ίσα.
Η περιοχή της κιονοστοιχίας βρίσκεται κατά τι χαμηλότερα από τον υπόλοιπο χώρο, πιθανότατα για να συσσωρεύονται εκεί οι ακαθαρσίες και να αποχετεύονται μέσω του κτιστού αποχετευτικού αγωγού που εντοπίστηκε κάτω από το δάπεδο στο ΒΔ τμήμα του κτιρίου. Το κτίριο λειτουργούσε ως στάβλος.
Σε αυτό έγιναν εργασίες συμπλήρωσης της τοιχοποιίας. Το πάχος των τοίχων,όπως και των θρανίων, είναι 0,80μ. Το ανώτερο σωζόμενο ύψος των τοίχων ήταν 1,10μ. Η χρήση του κτιρίου, αν όχι και η ίδρυσή του, συνδέεται με την εγκατάσταση των προσφύγων της Ν. Περάμου.



Κτίριο 7.
 Βρίσκεται στο κέντρο του κάστρου, βορείως του Κ6. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 
7,40 × 15,15μ. και διαθέτει τρεις χώρους. Ο ανατολικός έχει εσωτερικές διαστάσεις 5,70 × 5,60μ., ο μεσαίος 5,70 × 3,70μ. και ο δυτικός χώρος 5,70 × 3μ. Ένα θυραίο άνοιγμα στον βόρειο τοίχο εξυπηρετούσε τους δυο χώρους στα ανατολικά, οι οποίοι χωρίζονται εν μέρει με μεσότοιχο. Ο δυτικός χώρος πρέπει να ήταν προσβάσιμος από τη ΒΔ γωνία, μέσω κλίμακας.
Από το εσωτερικό δεν αφαιρέθηκε όλη η επίχωση, αλλά εντοπίστηκε πυκνό στρώμα σύγχρονων κεραμιδιών. Νότια του κτιρίου αποκαλύφθηκε επιφανειακά ένας τοίχος που βαίνει σχεδόν παράλληλα με τον νότιο τοίχο του Κ7, σε απόσταση 0,55-0,80μ. Το πάχος των τοίχων του κτιρίου κυμαίνεται από 0,78-0,82μ., ενώ οι μεσότοιχοι έχουν πάχος 0,60μ. Το συνδετικό υλικό είναι λάσπημε αραιό ασβεστοκονίαμα, ενώ χρησιμοποιείται ασβεστοκονίαμα εξωτερικά κυρίως για την κάλυψη των αρμών και εσωτερικά για την κάλυψη όλης της επιφάνειας των τοίχων. Το κτίριο πρέπει να ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες της Ν. Περάμου.




 Κτίριο 8 
[Εικ. 5]. Εντοπίζεται στο κέντρο του κάστρου, βορείως του Κ7. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 10,70 × 11,60μ. Το κτίριο περιλαμβάνει δυο επιμήκεις χώρους στον άξονα Α-Δ, με πλάτος 4,40 ο νότιος και 4,25μ. ο βόρειος, ο οποίος προηγείται κατασκευαστικά. Ο βόρειος χώρος έχει θυραίο άνοιγμα στη ΝΔ του γωνία και ο νότιος στη ΒΔ γωνία. Το ανώτερο αποκαλυφθέν ύψος των τοίχων φτάνει τα 1,75μ. Το κτίριο δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί πλήρως. Η βόρεια πλευρά του έχει υποστεί σημαντική καταστροφή. Το Κ8 είναι θεμελιωμένο
πάνω στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου. Στην τοιχοποιία χρησιμοποιούνται ξυλοδεσιές. Έντονο επίχρισμα ασβεστοκονιάματος παρατηρείται στο εξωτερικό μέτωπο των τοίχων, πιθανώς και εσωτερικά. Ο ενδιάμεσος τοίχος έχει πάχος 0,70μ., ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι 0,60-0,65μ. Το κτίριο χρονολογείται την περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων της Ν. Περάμου.


Κτίριο 9. 
Βρίσκεται εσωτερικά, σε επαφή με το ΜΠ13-14 και με το νότιο τμήμα του ΜΠ12-13. Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα με συνολικές διαστάσεις 54,50 × 21,50-33,50μ. περίπου, που περιλαμβάνει τρεις πτέρυγες με επαναλαμβανόμενη κάτοψη (14). Και οι τρεις ενότητες διαθέτουν από δυο μικρούς στεγασμένους χώρους στη ΒΑ τους γωνία και από έναν μεγάλο υπαίθριο χώρο. Το κτίριο ορίζεται από μακριούς μαντρότοιχους. Θυραίο άνοιγμα
εντοπίστηκε στη ΒΔ γωνία του κτιρίου, ενώ εικάζουμε ότι υπήρχε μια μεγαλύτερη είσοδος για τροχοφόρα στα ΝΔ. Οι στεγασμένοι χώροι κάθε πτέρυγας διαθέτουν θυραίο άνοιγμα στη ΝΔ γωνία του δυτικού τους χώρου. Οι δυτικοί χώροι είναι περίπου τετράγωνοι με μήκος πλευράς περί τα 5μ., ενώ οι ανατολικοί έχουν διαστάσεις περίπου 5 × 3μ. Στον κοινό τους τοίχο ανοιγόταν θυραίο. Στη συμβολή του ανατολικού και του νότιου τοίχου της πτέρυγας γ
δημιουργείται ένας αγωγός αποχέτευσης των όμβριων υδάτων. Το πάχος των τοίχων των χώρων είναι 0,60μ., ενώ οι εξωτερικοί μαντρότοιχοι έχουν πάχος 0,70μ. Στο εσωτερικό των χώρων παρατηρούμε ίχνη επιχρίσματος με ασβεστοκονίαμα. Η ίδρυση του Κ9 ανάγεται στη Μεταβυζαντινή Περίοδο, ενώ κατά τον 20ό αι. λιθολογήθηκε εντατικά. Την ίδια περίοδο, η εξωτερική ΒΑ του γωνία χρησιμοποιήθηκε ως χώρος απόρριψης σύγχρονων κεραμιδιών.




 



Κτίριο 10 [Εικ. 6]
Βρίσκεται εσωτερικά, σε επαφή με το ΜΠ2-3 και έχει εξωτερικές διαστάσεις 3,95 × 13,75μ. Οι δοκοθήκες που σώζονται εν σειρά στο εσωτερικό μέτωπο του τείχους θα εξυπηρετούσαν στη στήριξη της στέγης του.
Το επίμηκες κτίριο διαθέτει δύο χώρους. Ο ανατολικός χώρος έχει διαστάσεις 3,35 (Δ)-3 (Α) × 8,70μ. Κατά μήκος του βόρειου τοίχου του υπάρχει ρείθρο,πλάτους 0,45μ., κατασκευασμένο από τούβλα και πελεκημένους λίθους. Ο αρμός του με τον βόρειο τοίχο έχει ενισχυθεί με τσιμέντο για λόγους στεγανότητας. Στη ΒΔ γωνία του χώρου εντοπίστηκε η απόληξη του ρείθρου, που αποχέτευε τα νερά εκτός του κτιρίου. Ο δυτικός χώρος, με εσωτερικές διαστάσεις 3,30 × 3,50μ., έχει στη ΝΑ του γωνία θυραίο επικοινωνίας με τον ανατολικό χώρο. Το πάχος των τοίχων είναι 0,50μ. και το ανώτερο σωζόμενο ύψος τους φτάνει τα 0,30μ. Η χρήση του κτιρίου ανάγεται μέσα στον 20ό αι. σύμφωνα με το πυκνό στρώμα κεραμιδιών της κεραμοποιίας Τσαλαπάτα εν Βόλω (15).


 14 Η νότια (α) έχει εσωτερικές διαστάσεις 16,80 (Α)-20,10 (Δ) × 17,30μ. (Β), +2,80μ. ο
προεξέχων χώρος, η ενδιάμεση (β) έχει εσωτερικές διαστάσεις 17 (Α)-16,50 (Δ) × 17,30μ.
(Β), +3μ. ο προεξέχων χώρος, και η βόρεια (γ) έχει έκταση 14,40 (Α) × 17,20μ. (Β) , +3μ.
ο προεξέχων χώρος.

15 Βλ. σημ. 13.

Κτίριο 11.
 Βρίσκεται εσωτερικά και σε επαφή με το ΜΠ6-7 και έχει εξωτερικές διαστάσεις 20,30 (Α) × 19 (Β) × 18,65μ. (Ν). Αποτελείται από έναν μεγάλο υπαίθριο και έναν μικρό στεγασμένο χώρο στη ΒΑ γωνία, με εσωτερικές διαστάσεις 3,05 × 4,10μ. και ένα θυραίο άνοιγμα στα ΒΔ. Το πάχος των τοίχων του χώρου είναι 0,70μ., ενώ των μακρών τοίχων που ορίζουν τον υπαίθριο χώρο 0,65μ. Η ίδρυση του Κ11 ανάγεται στη Μεταβυζαντινή Περίοδο.

Κτίρια 12 ως 15. 

Αναπτύσσονται κατά μήκος των ΜΠ8-9-10 και ορίζονται στα νότια από έναν μεγάλο τοίχο που τα ενοποιεί, κατασκευαστικά και χρονικά, σε ένα ενιαίο συγκρότημα, με τεκμαιρόμενες διαστάσεις 20 × 85μ. Ο τοίχος λειτουργούσε ταυτόχρονα ως αναλημματικός για την επίχωση του κάστρου στα νότια. Βαίνει στον άξονα Α-Δ, σχεδόν παράλληλα με το βόρειο σκέλος της οχύρωσης, σε απόσταση από το τείχος 18μ. στα ανατολικά ως 23μ. στα δυτικά. Έχει πάχος 0,65μ. και σώζεται σε ύψος από 0,50 (Α) ως 2μ. (Δ).
Μεταξύ Κ13 και Κ14 ανοίγεται στον τοίχο ένα θυραίο άνοιγμα, πλάτους 2μ., που ορίζεται από δύο τοίχους που σχηματίζουν διάδρομο [Εικ. 7]. Το άνοιγμα φαίνεται πως αποτελούσε την είσοδο στο συγκρότημα. Κάθετοι τοίχοι, πιθανότατα με θυραία ανοίγματα, φαίνεται ότι ξεχώριζαν τα κτίρια μεταξύ τους.
Η ίδρυση των Κ12-Κ15 ανάγεται στη Μεταβυζαντινή Περίοδο.



Κτίριο 12.
 Αποκαλύφθηκε εσωτερικά και σε επαφή με το ΜΠ8-9. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 20,35 (Α) / 20,95μ. (Δ) × 5,35 (Β) / 5μ. (Ν). Πρόκειται για ένα επίμηκες κτίριο στον άξονα Β-Ν με δύο χώρους. Η είσοδος στο κτίριο πρέπει να βρίσκεται στον νότιο χώρο του. Μεταξύ των χώρων διακρίνουμε ενδείξεις ανοίγματος επικοινωνίας. Στον νότιο χώρο, κατά μήκος του εσωτερικού μετώπου του δυτικού και ανατολικού τοίχου, υπάρχει πατούρα, πλάτους 0,20 και 0,40μ., η
οποία πιθανόν αποτελεί τη βάση ξύλινου πατώματος, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο χώρος μπορεί να ήταν δίπατος, με υπόγειο χώρο (16). Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,50-0,65μ. Το ανώτερο αποκαλυφθέν ύψος τους είναι 1,40μ.

 16 Το ξύλινο δάπεδο κατασκευαζόταν υπερυψωμένο για λόγους αντιμετώπισης της ανερ-
χόμενης υγρασίας, ενώ ο υπόγειος χώρος, ύψους τουλάχιστον 1-1,50μ., χρησίμευε ως
χώρος αποθήκευσης.




 Κτίριο 13 [Εικ. 7].
 Βρίσκεται εσωτερικά και σε επαφή με το ΜΠ8-9. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 5 × 8,85μ. και απέχει 16,60μ. ανατολικά του Κ12. Ίσως μεταξύ τους υπήρχε κάποιος επιμήκης χώρος. Το Κ13 φαίνεται ότι περιελάμβανε δύο χώρους. Ο δυτικός έχει εσωτερικές διαστάσεις 4,40 × 2,60μ. Στο τείχος ανοίγεται μια ελλειψοειδής κόγχη η οποία, πιθανότατα, σχετίζεται με τη λειτουργία του χώρου. Καλύτερα σωζόμενος είναι ο ανατολικός χώρος, με εσωτερικές διαστάσεις 4,30 × 4,10μ. Πατούρα, πλάτους 0,10μ., παρόμοια με αυτή στο Κ12 αναπτύσσεται στο εσωτερικό μέτωπο του ανατολικού και του δυτικού τοίχου. Στη βόρεια πλευρά του Κ13 παρατηρούμε συμπλήρωση του
τείχους με λασπότοιχο. Στο μέσον της εντοπίστηκε κατασκευή που απολήγει σε κόγχη στα βόρεια, επιχρισμένη με ασβεστοκονίαμα. Η ποδιά της είναι στρωμένη με μικρού πάχους λίθινες πλάκες. Πιθανότατα πρόκειται για εστία θέρμανσης. Το πάχος του νότιου και δυτικού τοίχου είναι περίπου 0,60μ. και του ανατολικού 0,95μ. Το ανώτερο αποκαλυφθέν ύψος των τοίχων είναι 0,50μ.


Κτίριο 14 [Εικ. 7]. 

Εντοπίζεται εσωτερικά και σε επαφή με το ΜΠ9-10 το οποίο έχει συμπληρωθεί με λασπότοιχο. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 5 × 10,20μ. Περιλαμβάνει δύο χώρους οι οποίοι φαίνεται ότι διατηρούνται στο επίπεδο του υπογείου. Εσωτερικά των τοίχων τους δημιουργείται πατούρα για την έδραση  του ξύλινου πατώματος. Και σε αυτό το κτίριο αγνοείται η θύρα εισόδου. Ο
δυτικός χώρος έχει εσωτερικές διαστάσεις 4,25 × 4,10μ. Στη μέση της βόρειας πλευράς ανοίγεται κόγχη, εστία θέρμανσης, όπως στο Κ13. Στα ανατολικά της ανοίγεται ορθογώνιο ερμάριο, διαστάσεων 0,27 × 0,31μ. Ο ανατολικός χώρος έχει διαστάσεις 4,20 × 4,05μ. Το πάχος των τοίχων είναι 0,65-0,70μ.




Κτίριο 15 [Εικ. 8].

 Αποκαλύφθηκε εσωτερικά και σε επαφή με το ΜΠ9-10.
Δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Απέχει 16,80μ. από το Κ14. Ανάμεσα στα κτίρια υπήρχε ένας επιμήκης χώρος, μάλλον στοά, καθώς στον νότιο τοίχο του ξεχωρίζουν μεγάλοι λίθοι τοποθετημένοι σε σχετικά τακτά διαστήματα, οι οποίοι φέρουν αβαθείς τόρμους. Σε σχέση με τον ίδιο τοίχο ερευνήθηκε τμήμα αγωγού αποχέτευσης. Το Κ15 έχει εξωτερικές διαστάσεις 5 × 10,30μ. και ίσως αποτελούνταν από δύο χώρους. Το πάχος των τοίχων είναι 0,60μ., ενώ
το ανώτατο αποκαλυφθέν ύψος τους φτάνει τα 0,80μ.
Αναλημματικοί τοίχοι (ΜΠ11-12-13) [Εικ. 2]. Εκτός από τον μεγάλο τοίχο-νότιο όριο των Κ12-Κ15, τέσσερις αναλημματικοί τοίχοι εφάπτονται κάθετα στο εσωτερικό μέτωπο των ΜΠ11-13 και δημιουργούν αντίστοιχα άνδηρα εσωτερικά του τείχους στον άξονα Α-Δ (ΒΔ-ΝΑ). Και οι τέσσερις είναι λασπόκτιστοι και σώζονται σε μήκος 9 ως 14μ. Ο βόρειος τοίχος έχει πάχος
0,80μ. και σωζόμενο ύψος 1μ. Στο νότιο μέτωπό του αναπτύσσεται ένας, τουλάχιστον, λασπόκτιστος μικρός χώρος. Οι άλλοι τοίχοι νοτιότερα σώζονται σε ύψος ως 1,40μ. Αναλημματική λειτουργία είχε και ο εσωτερικός περίβολος του κάστρου, ο οποίος ανάγεται στην περίοδο ίδρυσης του κάστρου. Οι τέσσερις αναλημματικοί τοίχοι πρέπει να ιδρύθηκαν στη Μεταβυζαντινή Περίοδο.


 Ελαιοτριβείο. 
Στην εξωτερική ΒΔ γωνία του κάστρου υπήρχε ένα επίμηκες κτίριο, στον άξονα Α-Δ, ένα ελαιοτριβείο το οποίο λειτουργούσε μέχρι και το 1960 (17). Σήμερα δεν σώζεται ούτε ίχνος του κτιρίου, αλλά νοτίως της θέσης του στέκεται σε ερειπιώδη κατάσταση ένα άλλο μικρό κτίριο, με διαστάσεις 6 × 12μ., το οποίο ίσως αποτελούσε έναν βοηθητικό χώρο του ελαιοτριβείου. Είναι κατασκευασμένο από οικοδομικό υλικό του κάστρου και ξυλοδεσιές. Στη βόρεια πλευρά του ανοιγόταν παράθυρο. Οι τοίχοι του, πάχους 0,60μ., σώζονται σε ύψος ως και 3μ. περίπου.
 17 Οι ντόπιοι το ονόμαζαν «μαγαζάρα».

 ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ
Η χρήση των αποκαλυφθέντων κτιριακών καταλοίπων από τους πρόσφυγες-κατοίκους της Ν. Περάμου μέχρι και το 1970 δυσχεραίνει τον χρονικό προσδιορισμό της ίδρυσής τους. Μελλοντικές ανασκαφές ως τα θεμέλια των κτιρίων μάλλον θα αποσαφηνίσουν το θέμα της χρονολόγησής τους.
Με βάση τα πρόσφατα κινητά ευρήματα και ανάλογα με τα κατασκευαστικά τους χαρακτηριστικά ομαδοποιήσαμε τα κτίρια και τα εντάξαμε σε τέσσερις χρονικές περιόδους





[Εικ. 2]:
Α) Στον μικρό οικισμό του Kale Çiftlik φαίνεται ότι ανήκαντα κτίρια Κ9, Κ11 και Κ12-Κ15, καθώς και οι τέσσερις αναλημματικοί τοίχοι που δημιουργούσαν αντίστοιχα άνδηρα
εσωτερικά των ΜΠ11-13. Τα κτίρια αποτελούν ενότητες που οριοθετούνται από περιμετρικούς μαντρότοιχους οι οποίοι ορίζουν έναν υπαίθριο χώρο, ενώ περιλαμβάνουν στεγασμένους μικρούς χώρους, αλλά και ημιυπαίθριους.


Β) Τα κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν ως καταλύματα από το βουλγαρικό στράτευμα που στρατοπέδευσε στο κάστρο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι τα Κ2 και Κ3 (18). Πρόκειται
κατά κανόνα για μεμονωμένα κτίρια τα οποία χαρακτηρίζονται από τη χρήση τσιμεντοκονίας στην επίστρωση δαπέδων,καθώς και κλιμάκων εισόδου. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για το
αν τα κτίρια προϋπήρχαν και τροποποιήθηκαν από τους Βουλγάρους. Η στρατιωτική μονάδα πραγματοποίησε επεμβάσεις για να καταστήσει το μνημείο στρατιωτικό οχυρό: καθαίρεσε
και διέρρηξε πολλά σημεία του τείχους για να δημιουργήσει θέσεις για παρατηρητήρια/σκοπιές. Οι επεμβάσεις στα τείχη συνοψίζονται στα εξής: Στο μέσον περίπου του ΜΠ6-7 και στο
ανώτερο τμήμα του τείχους υπήρχε ένα μεγάλο γκρέμισμα, μήκους 4μ., συμπληρωμένο με λασπότοιχο. Στη στέψη του δυτικού τμήματος του ΜΠ8-9 παρατηρήθηκε ένα αποξηλωμένο τμήμα, μήκους 2,50μ. και ύψους 0,60-0,70μ. Αμέσως ανατολικά από τη βόρεια πύλη και στο ανώτερο τμήμα του ΜΠ9-10 διατηρήθηκε διαμπερής οπή κυκλικού σχήματος [Εικ. 7]. 

Η μορφή και η θέση ενός ακόμα κυκλικού γκρεμίσματος, στο ΜΠ10-11, σε συνδυασμό με λασπόκτιστες κατασκευές που αποκαλύφθηκαν σε σχέση με αυτό συνηγορούν στο ότι αποτελεί εκούσια διάρρηξη [Εικ. 8]. Παρόμοια καταστροφή υπήρχε παραδίπλα,στη ΒΑ γωνία του κάστρου, στο βορειότερο τμήμα του ΜΠ11-12 [Εικ. 8]: μεγάλο διαμπερές κυκλικό γκρέμισμα, διαστάσεων 2 × 2,20μ. περίπου ύψος, αναγνωρίστηκε ως ακόμα μια θέσησκοπιάς. Εκούσια θεωρούμε και την καταστροφή, διαστάσεων 4,75 × 2,50μ. ύψος, στο νοτιότερο τμήμα του ΜΠ12-13 (19). Σε σχέση με τις παραπάνω θέσεις, όπως και στο κέντρο του κάστρου, κατά μήκος του εσωτερικού μετώπου του εσωτερικού περιβόλου εντοπίστηκαν χαρακώματα. Τέλος, μέσα στον Π2 δημιουργήθηκε ένας μικρός χώρος, διαστάσεων 3 × 1,75μ. περίπου: το δάπεδό του καθώς και τμήματα της τοιχοποιίας που τον ορίζουν επιχρίστηκαν με τσιμέντο.

Στην ευρύτερη περιοχή έχει αποκαλυφθεί σημαντικός αριθμός εγκαταστάσεων που αποδίδονται στον βουλγαρικό στρατό κατοχής. Πρόκειται για υπόγειες και υπέργειες εγκαταστάσεις με πυροβολεία/κανόνια που έχουν εντοπιστεί στον λόφο νοτίως του κάστρου στη χερσόνησο του
Βρασίδα20, με άμεση ορατότητα του κόλπου της Καβάλας,αλλά και μεμονωμένα κτίρια σε όλη τη γύρω περιοχή. Αξιοσημείωτες είναι οι εγκαταστάσεις στη θέση «Κανόνι» σε
λόφο ΒΔ της Ν. Περάμου με υπεροψία όλης της περιοχής (21).


Γ) Τα κτίρια που ίδρυσαν οι πρόσφυγες της Ν. Περάμου μέσα στο κάστρο, από το 1923 και μετά, είναι τα Κ1, Κ4,Κ5, Κ6, Κ7, Κ8, Κ10 και τα αποχωρητήρια νότια του Κ4.

 Επίσης, επαναχρησιμοποίησαν τα κτίρια των Βουλγάρων Κ2 και Κ3. Κοινά χαρακτηριστικά τους είναι η θέση τους στο νότιο και δυτικό τμήμα του κάστρου, το οποίο βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από το βόρειο, η αυτονομία τους στον χώρο, η χρήση ξυλοδεσιών στην τοιχοποιία και η χρήση ασβεστοκονιάματος ως επιτοίχιο επίχρισμα. Οι κάτοικοι
μετακόμισαν μέσα στο χωριό κατά τη δεκαετία του 1930,όταν, σύμφωνα με την πολύτιμη μαρτυρία του Παρθένη Τσίγκα, ο πατέρας του, Γεώργιος Τσίγκας, χρησιμοποίησε τις
εγκαταστάσεις του κάστρου.


Δ) Κατά την τελευταία οικιστική φάση του κάστρου επαναχρησιμοποιήθηκαν τα κτίρια Κ2, Κ3 και Κ10, ενώ η υπόλοιπη έκταση λειτουργούσε σαν βοσκοτόπι, αλλά και σαν λατομείο οικοδομικού υλικού από τους κατοίκους της περιοχής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Γενικά, εκτενής λιθολόγηση παρατηρείται στο νότιο τμήμα του κάστρου (ΜΠ2-3, Κ1 και Κ9), το οποίο ήταν, και είναι ακόμα, πιο ευπρόσιτο.


Κατά τις εργασίες στο κάστρο συλλέχθηκαν πολλά κινητά ευρήματα που χρονολογούνται στον 20ό αι. και στη μεταβυζαντινή εποχή: θραύσματα πήλινων αγγείων, είδη εστίασης, γυάλινα αγγεία, υαλοπίνακες και κάγκελα από τα παράθυρα των κτιρίων, σιδερένια εργαλεία χειρός, σιδερένιος φανός, σφαίρες και κάλυκες σφαιρών, κουμπιά βουλγαρικών αλλά και αμε-
ρικανικών22 στρατιωτικών στολών, μυλόπετρες, κεραμίδες στεγών, βαρίδια και αγνύθες, κεραμικές καπνοσύρριγγες (τσιμπούκια). Στο πλαίσιο του προγράμματος αναστύλωσης του κάστρου πραγματοποιήθηκε από τον συγ- γράφοντα, επιβλέποντα αρχαιολόγο μελέτη για τον σχεδιασμό μουσειακών χώρων μέσα στο κάστρο, οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν στο
εσωτερικό κάποιων από τα σωζόμενα κτίρια, μετά από απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης.


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η παρούσα εργασια είναι του  ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΟΥΛΚΕΡΟΓΛΟΥ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ και ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΑΤΣΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ M.A.S. CONSERVATION OF MONUMENTS AND SITES και παρουσιάστηκε στο Πρωτο Συνέδριό Τοπικής Ιστορίας του Δήμου Παγγαίου.Βίντεο από την παρουσίαση μπορείτε να δείτε και εδώ:


 
 Η εργασία κοινοποιήθηκε στο παρών blog αφού δόθηκε άδεια τους συντάκτες της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου